- κοιτωνικός
- κοιτωνικός, -ή, -όν (Α)[κοιτών]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιτώνα2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κοιτωνικήτο κλινοσκέπασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιτωνικῷ — κοιτωνικός for a bedroom masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)